μπουτιμία

μπουτιμία
μπουτιμία, ἡ (Μ)
ονομασία τής Κιβωτού τού Νώε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < τοπων. Μποντιμία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”